Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καπιτάλας οι καπιτάλες
      γενική του καπιτάλα των καπιτάλων
    αιτιατική τον καπιτάλα τους καπιτάλες
     κλητική καπιτάλα καπιτάλες
η γενική του πληθυντικού είναι δύσχρηστη
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καπιτάλας < καπιταλισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καπιτάλας αρσενικό

  1. (μειωτικό) άτομο που υπερασπίζεται το καπιταλιστικό σύστημα
  2. (ειρωνικό) άτομο που σπαταλάει με επιδεικτικό τρόπο τα χρήματά του

  Μεταφράσεις επεξεργασία