καπιτάλας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | καπιτάλας | οι | καπιτάλες |
γενική | του | καπιτάλα | των | καπιτάλων |
αιτιατική | τον | καπιτάλα | τους | καπιτάλες |
κλητική | καπιτάλα | καπιτάλες | ||
η γενική του πληθυντικού είναι δύσχρηστη | ||||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καπιτάλας < καπιταλισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαπιτάλας αρσενικό
- (μειωτικό) άτομο που υπερασπίζεται το καπιταλιστικό σύστημα
- (ειρωνικό) άτομο που σπαταλάει με επιδεικτικό τρόπο τα χρήματά του
Μεταφράσεις
επεξεργασία καπιτάλας
|