κανταφιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κανταφιστής < κανταφισμός + -ιστής
Ουσιαστικό επεξεργασία
κανταφιστής αρσενικό, θηλυκό κανταφίστρια
- (πολιτική): ο οπαδός του κανταφισμού
Μεταφράσεις επεξεργασία
κανταφιστής
|
κανταφιστής αρσενικό, θηλυκό κανταφίστρια
|