↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κανθαρίς αἱ κανθαρίδες
      γενική τῆς κανθαρίδος τῶν κανθαρίδων
      δοτική τῇ κανθαρίδ ταῖς κανθαρίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κανθαρίδ τὰς κανθαρίδᾰς
     κλητική ! κανθαρίς* κανθαρίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κανθαρίδε
γεν-δοτ τοῖν  κανθαρίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κανθαρίς < κάνθαρ(ος) + -ίς
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: κανθαρίδα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κανθαρίς θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη κάνθαρος