Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κανηφόρος η κανηφόρος
κανηφόρα
το κανηφόρο
      γενική του κανηφόρου της κανηφόρου
κανηφόρας
του κανηφόρου
    αιτιατική τον κανηφόρο την κανηφόρο
κανηφόρα
το κανηφόρο
     κλητική κανηφόρε κανηφόρε
κανηφόρα
κανηφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κανηφόροι οι κανηφόροι
κανηφόρες
τα κανηφόρα
      γενική των κανηφόρων των κανηφόρων των κανηφόρων
    αιτιατική τους κανηφόρους τις κανηφόρους
κανηφόρες
τα κανηφόρα
     κλητική κανηφόροι κανηφόροι
κανηφόρες
κανηφόρα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κανηφόρος < κάν(εον) + -η- + -φόρος

  Επίθετο επεξεργασία

κανηφόρος, -ος/-α, -ο

  • που κουβαλάει καλάθι

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / κανηφόρος τὸ κανηφόρον
      γενική τοῦ/τῆς κανηφόρου τοῦ κανηφόρου
      δοτική τῷ/τῇ κανηφόρ τῷ κανηφόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν κανηφόρον τὸ κανηφόρον
     κλητική ! κανηφόρε κανηφόρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ κανηφόροι τὰ κανηφόρ
      γενική τῶν κανηφόρων τῶν κανηφόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς κανηφόροις τοῖς κανηφόροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς κανηφόρους τὰ κανηφόρ
     κλητική ! κανηφόροι κανηφόρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κανηφόρω τὼ κανηφόρω
      γεν-δοτ τοῖν κανηφόροιν τοῖν κανηφόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κανηφόρος < κάν(εον) + -η- + -φόρος

  Επίθετο επεξεργασία

κανηφόρος, -ος, -ον

  • που κουβαλάει καλάθι

  Πηγές επεξεργασία