πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κανηφόρος η κανηφόρος
& κανηφόρα
το κανηφόρο
      γενική του κανηφόρου της κανηφόρου
& κανηφόρας
του κανηφόρου
    αιτιατική τον κανηφόρο την κανηφόρο
& κανηφόρα
το κανηφόρο
     κλητική κανηφόρε κανηφόρε
& κανηφόρα
κανηφόρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κανηφόροι οι κανηφόροι
& κανηφόρες
τα κανηφόρα
      γενική των κανηφόρων των κανηφόρων των κανηφόρων
    αιτιατική τους κανηφόρους τις κανηφόρους
& κανηφόρες
τα κανηφόρα
     κλητική κανηφόροι κανηφόροι
& κανηφόρες
κανηφόρα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
κανηφόρος < κάν(εον) + -η- + -φόρος

κανηφόρος, -ος/-α, -ο

  • που κουβαλάει καλάθι

Μεταφράσεις

επεξεργασία



 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / κανηφόρος τὸ κανηφόρον
      γενική τοῦ/τῆς κανηφόρου τοῦ κανηφόρου
      δοτική τῷ/τῇ κανηφόρ τῷ κανηφόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν κανηφόρον τὸ κανηφόρον
     κλητική ! κανηφόρε κανηφόρον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ κανηφόροι τὰ κανηφόρ
      γενική τῶν κανηφόρων τῶν κανηφόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς κανηφόροις τοῖς κανηφόροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς κανηφόρους τὰ κανηφόρ
     κλητική ! κανηφόροι κανηφόρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κανηφόρω τὼ κανηφόρω
      γεν-δοτ τοῖν κανηφόροιν τοῖν κανηφόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
κανηφόρος < κάν(εον) + -η- + -φόρος

κανηφόρος, -ος, -ον

  • που κουβαλάει καλάθι