κανδηλανάπτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κανδηλανάπτης (θηλυκό κανδηλανάπτισσα)
- (λόγιο, επάγγελμα) άλλη μορφή του καντηλανάφτης
Συγγενικά
επεξεργασία- Κανδηλανάπτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κανδηλανάπτης
|