Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

καμπούκι < (άμεσο δάνειο) ιαπωνική 歌舞伎 (kabuki)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

καμπούκι ουδέτερο άκλιτο

  1. ένα είδος παραδοσιακού ιαπωνικού θεάτρου
    • χορευτικό δράμα συνήθως με άνδρες ηθοποιούς σε όλους τους ρόλους, υπερβολικές εκφράσεις, κινήσεις και ζωγραφική δέρματος που τις υπερτονίζει - έχει αποτελέσει συχνά την θεματολογία του κινήματος τέχνης ουκιόε

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία