Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καμπανοπιπεριά οι καμπανοπιπεριές
      γενική της καμπανοπιπεριάς των καμπανοπιπεριών
    αιτιατική την καμπανοπιπεριά τις καμπανοπιπεριές
     κλητική καμπανοπιπεριά καμπανοπιπεριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καμπανοπιπεριά < καμπάν(α) + -ο- + πιπεριά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kam.ba.no.pi.peɾˈʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐μπα‐νο‐πι‐πε‐ριά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καμπανοπιπεριά θηλυκό

  • (φυτό) κόκκινη ή πράσινη πιπεριά σχεδόν πάντα γλυκιά (μη καυτερή) με σκληρό δέρμα, κατάλληλη για μαγείρεμα, και τη συνταγή γεμιστά
    οι πράσινες καμπανοπιπεριές έχουν συγκριτικά περισσότερες φαινόλες (Bell-peppers άρθρο στα αγγλικά @foodforbreastcancer.com. ανεύρεση:2018.07.22.)
    οι κόκκινες καμπανοπιπεριές έχουν συγκριτικά περισσότερη βιταμίνη C και καροτενοειδή

Συνώνυμα επεξεργασία

ταξινομικοί όροι:

  • Capsicum annuum var. grossum
  • Kαψικό το παχύτοιχο, Kαψικόν το παχύτοιχο
  • Kαψικό το σκληρότοιχο, Kαψικόν το σκληρότοιχο

στην καθομιλουμένη:

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία