• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

καλυκοφόρος

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική καλυκοφόρος καλυκοφόρα καλυκοφόρο
γενική καλυκοφόρου καλυκοφόρας καλυκοφόρου
αιτιατική καλυκοφόρο καλυκοφόρα καλυκοφόρο
κλητική καλυκοφόρε καλυκοφόρα καλυκοφόρο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική καλυκοφόροι καλυκοφόρες καλυκοφόρα
γενική καλυκοφόρων καλυκοφόρων καλυκοφόρων
αιτιατική καλυκοφόρους καλυκοφόρες καλυκοφόρα
κλητική καλυκοφόροι καλυκοφόρες καλυκοφόρα

  Ετυμολογία Επεξεργασία

καλυκοφόρος < κάλυκας + -ο- + -φόρος

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

καλυκοφόρος

  1. (βοτανική) που φέρει κάλυκα
  2. (ουσιαστικοποιημένο) (βοτανική) καλυκοφόρα

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • → δείτε τις λέξεις κάλυκας και φέρω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    καλυκοφόρος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=καλυκοφόρος&oldid=4879467"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Νοεμβρίου 2020, στις 10:23

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Νοεμβρίου 2020, στις 10:23.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie