καλυκοφόρα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- καλυκοφόρα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καλυκοφόρος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
καλυκοφόρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
καλυκοφόρα
καλυκοφόρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό