καλοριζικεύω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καλοριζικεύω < μεσαιωνική ελληνική καλοριζικεύω < καλορίζικος < καλός + ριζικό (< αρχαία ελληνική ῥιζικός < ῥίζα)
Ρήμα επεξεργασία
καλοριζικεύω
- (ιδιωματικό) κάνω κάποιον ευτυχή
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις καλορίζικος, καλός και ρίζα
Μεταφράσεις επεξεργασία
καλοριζικεύω
|