Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλοκαρδιστής < (καλοκαρδίζω) καλοκαρδισ- + -τής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καλοκαρδιστής αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία