Ετυμολογία

επεξεργασία
καλοκαρδιστής < (καλοκαρδίζω) καλοκαρδισ- + -τής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καλοκαρδιστής αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία