καλλιτεχνημένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίακαλλιτεχνημένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του καλλιτεχνημένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του καλλιτεχνημένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του καλλιτεχνημένος