καλιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καλιά < πιθανόν σύντμηση της φράσης «κά(με) (δου)λειά σου» με ορθογραφική απλοποίηση[1] ή ελλειπτική μορφή της φράσης «άμε κά(με) (δου)λειά σου» με συλλαβική ανομοίωση[2]
Προφορά επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
καλιά
- (λαϊκότροπο) στη φράση: «πάω καλιά μου» (πεθαίνω)
Άλλες γραφές επεξεργασία
- καλειά (χωρίς ορθογραφική απλοποίηση)
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ καλιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ καλειά - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | καλιᾱ́ | αἱ | καλιαί |
γενική | τῆς | καλιᾶς | τῶν | καλιῶν |
δοτική | τῇ | καλιᾷ | ταῖς | καλιαῖς |
αιτιατική | τὴν | καλιᾱ́ν | τὰς | καλιᾱ́ς |
κλητική ὦ! | καλιᾱ́ | καλιαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καλιᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | καλιαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καλιά < κᾶλον
Ουσιαστικό επεξεργασία
καλιά θηλυκό (ᾰ)
- πρόχειρη ξύλινη καλύβα φτιαγμένη από κλαδιά
- (κατ’ επέκταση) φωλιά πουλιού ή λημέρι ζώου
- (κατ’ επέκταση) σιταποθήκη ή αχυρώνας
- κτίσμα ή σπήλαιο όπου έχει τοποθετηθεί άγαλμα κάποιου θεού
Άλλες μορφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- καλιά - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καλιά - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.