καλαμποκίσιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | καλαμποκίσιος | η | καλαμποκίσια | το | καλαμποκίσιο |
γενική | του | καλαμποκίσιου | της | καλαμποκίσιας | του | καλαμποκίσιου |
αιτιατική | τον | καλαμποκίσιο | την | καλαμποκίσια | το | καλαμποκίσιο |
κλητική | καλαμποκίσιε | καλαμποκίσια | καλαμποκίσιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | καλαμποκίσιοι | οι | καλαμποκίσιες | τα | καλαμποκίσια |
γενική | των | καλαμποκίσιων | των | καλαμποκίσιων | των | καλαμποκίσιων |
αιτιατική | τους | καλαμποκίσιους | τις | καλαμποκίσιες | τα | καλαμποκίσια |
κλητική | καλαμποκίσιοι | καλαμποκίσιες | καλαμποκίσια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καλαμποκίσιος < καλαμπόκ(ι) + -ίσιος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.lam.boˈci.sços/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λα‐μπο‐κί‐σιος
Επίθετο
επεξεργασίακαλαμποκίσιος
- που είναι φτιαγμένος από καλαμπόκι
- ⮡ καλαμποκίσιο αλεύρι, καλαμποκίσιο ψωμί
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη καλαμπόκι
Μεταφράσεις
επεξεργασία καλαμποκίσιος
|