Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καλαμοπόδαρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καλαμοπόδαρ
ος
η
καλαμοπόδαρ
η
το
καλαμοπόδαρ
ο
γενική
του
καλαμοπόδαρ
ου
της
καλαμοπόδαρ
ης
του
καλαμοπόδαρ
ου
αιτιατική
τον
καλαμοπόδαρ
ο
την
καλαμοπόδαρ
η
το
καλαμοπόδαρ
ο
κλητική
καλαμοπόδαρ
ε
καλαμοπόδαρ
η
καλαμοπόδαρ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καλαμοπόδαρ
οι
οι
καλαμοπόδαρ
ες
τα
καλαμοπόδαρ
α
γενική
των
καλαμοπόδαρ
ων
των
καλαμοπόδαρ
ων
των
καλαμοπόδαρ
ων
αιτιατική
τους
καλαμοπόδαρ
ους
τις
καλαμοπόδαρ
ες
τα
καλαμοπόδαρ
α
κλητική
καλαμοπόδαρ
οι
καλαμοπόδαρ
ες
καλαμοπόδαρ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
καλαμοπόδαρος
<
καλάμ(ι)
+
-ο-
+
-πόδαρος
Επίθετο
επεξεργασία
καλαμοπόδαρος, -η, -ο
(
μειωτικό
) που τα
πόδια
του είναι
λεπτά
σαν
καλάμια
Συνώνυμα
επεξεργασία
καλαμοκάνης
/
καλαμοκάνα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καλαμοπόδαρος