• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

καλαμοκάνης

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καλαμοκάνης οι καλαμοκάνηδες
      γενική του καλαμοκάνη των καλαμοκάνηδων
    αιτιατική τον καλαμοκάνη τους καλαμοκάνηδες
     κλητική καλαμοκάνη καλαμοκάνηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
καλαμοκάνης < μεσαιωνική ελληνική καλαμοκάννιν + -ης < καλάμι + κανί

Ουσιαστικό

επεξεργασία

καλαμοκάνης αρσενικό (θηλυκό: καλαμοκάνα)

  • (μειωτικό) αυτός που τα πόδια του είναι λεπτά σαν καλάμια

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • καλαμοπόδαρος

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    καλαμοκάνης
  • → δείτε τη λέξη καλαμοπόδαρος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=καλαμοκάνης&oldid=7109471"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Μαΐου 2025, στις 14:14

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Μαΐου 2025, στις 14:14.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας