Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / καλαθηφόρος τὸ καλαθηφόρον
      γενική τοῦ/τῆς καλαθηφόρου τοῦ καλαθηφόρου
      δοτική τῷ/τῇ καλαθηφόρ τῷ καλαθηφόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν καλαθηφόρον τὸ καλαθηφόρον
     κλητική ! καλαθηφόρε καλαθηφόρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ καλαθηφόροι τὰ καλαθηφόρ
      γενική τῶν καλαθηφόρων τῶν καλαθηφόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς καλαθηφόροις τοῖς καλαθηφόροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς καλαθηφόρους τὰ καλαθηφόρ
     κλητική ! καλαθηφόροι καλαθηφόρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ καλαθηφόρω τὼ καλαθηφόρω
      γεν-δοτ τοῖν καλαθηφόροιν τοῖν καλαθηφόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλαθηφόρος < κάλαθ(ος) + -η- + -φόρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κᾰλᾰθηφόρος, -ος, -ον

Άλλες γραφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία