καλαθηφόρος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κᾰλᾰθηφόρος, -ος, -ον
- που κρατά καλάθι/α
- <καλαθηφόροι>· οἱ τὰ μαγειρικὰ φέροντες (⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Κ)
Άλλες γραφές επεξεργασία
- Καλαθηφόροι (τίτλος έργου)
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- καλαθηφόρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.