Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ρήμα επεξεργασία

καθοράω

  1. (αμετάβατο) κοιτάζω προς τα κάτω
  2. (μεταβατικό) βλέπω από ψηλά
  3. (μεταβατικό) βλέπω καθαρά, διακρίνω
  4. (μεταβατικό) παρατηρώ

  Αναφορές επεξεργασία