καθοδηγήσεις
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ρηματικός τύποςΕπεξεργασία
καθοδηγήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καθοδηγώ
- θα καθοδηγήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καθοδηγώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικούΕπεξεργασία
καθοδηγήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καθοδήγηση