Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καθησυχαστικά < καθησυχαστικ(ός) +

  Επίρρημα επεξεργασία

καθησυχαστικά (τροπικό επίρρημα)

  • με καθησυχαστικό τρόπο
    ※  Μου χαμογελούσαν καθησυχαστικά και κάποια στιγμή η μητέρα μου με αγκάλιασε πάλι, με αγάπη. (Θανάσης Βαλτινός, Ανάπλους, 2012 [μυθιστόρημα])

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

καθησυχαστικά