Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καθημερινοποίηση οι καθημερινοποιήσεις
      γενική της καθημερινοποίησης* των καθημερινοποιήσεων
    αιτιατική την καθημερινοποίηση τις καθημερινοποιήσεις
     κλητική καθημερινοποίηση καθημερινοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καθημερινοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καθημερινοποίηση < καθημερινός + -ο- + -ποίηση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καθημερινοποίηση θηλυκό

  • (νεολογισμός) (λόγιο) το να γίνει κάτι καθημερινή συνήθεια ή πρακτική, ρουτίνα
    ※  «Ο κόσμος άλλαξε, αλλάξαν οι καιροί, αγάπες βρίσκεις μοναχά στα παραμύθια. Είναι όλα ψεύτικα κι ας φαίνονται αλήθεια». Είναι οι στίχοι από το τραγουδάκι στη μετεμφυλιακή Ελλάδα του ΄52. Μισό αιώνα μετά, πόσο αλήθεια άθλια αλλάζει ο κόσμος που άλλαξε! Άθλια και καθημερινά. Η καθημερινοποίηση του κακού. Ίσως είναι το χειρότερο που έχουμε να πάθουμε. Το χειρότερο που έχουμε ήδη πάθει. (εφ. Τα Νέα, 22/07/2007)

  Μεταφράσεις επεξεργασία