Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κάπνισε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος καπνίζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος καπνίζω