Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κάμε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
κάμε
πληθυντικός
κάμετε
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
κάνω
Συνώνυμα
επεξεργασία
κάνε
- β'
πληθυντικός
κάνετε
καντ'
- β'
πληθυντικός
κάντε