κάμαρη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κάμαρα | οι | κάμαρες |
γενική | της | κάμαρας | — | |
αιτιατική | την | κάμαρα | τις | κάμαρες |
κλητική | κάμαρα | κάμαρες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κάμαρη < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κάμαρη, μορφή του κάμαρα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈka.ma.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κά‐μα‐ρη
- τονικό παρώνυμο: καμάρι
Ουσιαστικό επεξεργασία
κάμαρη θηλυκό
- άλλη μορφή του κάμαρα
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- κάμαρα, κάμαρη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κάμαρη θηλυκό
- άλλη μορφή του κάμαρα