κάλλαιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | κάλλαιον | τὰ | κάλλαιᾰ |
γενική | τοῦ | καλλαίου | τῶν | καλλαίων |
δοτική | τῷ | καλλαίῳ | τοῖς | καλλαίοις |
αιτιατική | τὸ | κάλλαιον | τὰ | κάλλαιᾰ |
κλητική ὦ! | κάλλαιον | κάλλαιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καλλαίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | καλλαίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κάλλαιον ουδέτερο
- (ορνιθολογία) κάλλαιο, το λειρί του κόκορα
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ «κάλλαιο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
επεξεργασία
- κάλλαιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κάλλαιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.