Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κάκισε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος κακίζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος κακίζω