Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιταλοτραφής η ιταλοτραφής το ιταλοτραφές
      γενική του ιταλοτραφούς* της ιταλοτραφούς του ιταλοτραφούς
    αιτιατική τον ιταλοτραφή την ιταλοτραφή το ιταλοτραφές
     κλητική ιταλοτραφή(ς) ιταλοτραφής ιταλοτραφές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιταλοτραφείς οι ιταλοτραφείς τα ιταλοτραφή
      γενική των ιταλοτραφών των ιταλοτραφών των ιταλοτραφών
    αιτιατική τους ιταλοτραφείς τις ιταλοτραφείς τα ιταλοτραφή
     κλητική ιταλοτραφείς ιταλοτραφείς ιταλοτραφή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιταλοτραφής < Ιταλός + -ο- + -τραφής

  Επίθετο επεξεργασία

ιταλοτραφής

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία