Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ισόγλωσσο < ισό- + γλώσσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ισόγλωσσο ουδέτερο

  • η συμβατική και κατά προσέγγιση απόδοση σε χάρτη του ορίου ανάμεσα σε δύο γλωσσικά φαινόμενα. Τα ισόγλωσσα χρησιμοποιούνται στους γλωσσικούς άτλαντες από τον γλωσσολογικό κλάδο της διαλεκτολογίας

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία