ιστός της Πηνελόπης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαιστός της Πηνελόπης
- για να δηλώσουμε ότι εσκεμμένα ή ακούσια μια εργασία δεν φτάνει στο τέλος της ή υπάρχει καθυστέρηση στην εκτέλεση ενός έργου
Μεταφράσεις
επεξεργασία ιστός της Πηνελόπης
|