ιστιδίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιστιδίνη < ιστός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαιστιδίνη θηλυκό
- (βιολογία) ένα από τα είκοσι αμινοξέα που βρίσκονται συνήθως στην πρωτεΐνη.
- (βιοχημεία, αμινοξύ) απαραίτητο αμινοξύ που δεν μπορούν να συνθέσουν τα παιδιά (ημιαπαραίτητο αμινοξύ). Έχει τύπο |N_H_-_C_H_=_N_-_C_H_=_C|-CH2-CH(NH2)-COOH και σύμβολο His ή H.