Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ισθμιακός η ισθμιακή το ισθμιακό
      γενική του ισθμιακού της ισθμιακής του ισθμιακού
    αιτιατική τον ισθμιακό την ισθμιακή το ισθμιακό
     κλητική ισθμιακέ ισθμιακή ισθμιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ισθμιακοί οι ισθμιακές τα ισθμιακά
      γενική των ισθμιακών των ισθμιακών των ισθμιακών
    αιτιατική τους ισθμιακούς τις ισθμιακές τα ισθμιακά
     κλητική ισθμιακοί ισθμιακές ισθμιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ισθμιακός < αρχαία ελληνική Ἰσθμιακός < Ἴσθμια < ἰσθμός

  Επίθετο επεξεργασία

ισθμιακός

  1. που έχει σχέση με τα Ίσθμια ή αναφέρεται σ’ αυτά
  2. που έχει σχέση με τον ισθμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία