ισθμιακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ισθμιακός < αρχαία ελληνική Ἰσθμιακός < Ἴσθμια < ἰσθμός
Επίθετο επεξεργασία
ισθμιακός
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ισθμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
ισθμιακός
|
ισθμιακός
|