ιππάριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ιππάριο | τα | ιππάρια |
γενική | του | ιππάριου & ιππαρίου |
των | ιππάριων & ιππαρίων |
αιτιατική | το | ιππάριο | τα | ιππάρια |
κλητική | ιππάριο | ιππάρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιππάριο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἱππάριον < αρχαία ελληνική ἵππος
- για την παλαιοντολογία < σημασιολογικό δάνειο από τη νεολατινική hipparion)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιππάριο ουδέτερο
- (θηλαστικό ζώο, λόγιο) υποκοριστικό του ίππος
- (παλαιοντολογία, θηλαστικό ζώο) είδος προϊστορικού αλόγου / ίππου
- → δείτε τις λέξεις Ιππάριο και Ιππάριον (αστερισμός)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ιππάριον στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλογάκι
|