Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ιππάριο τα ιππάρια
      γενική του ιππάριου
ιππαρίου
των ιππάριων
ιππαρίων
    αιτιατική το ιππάριο τα ιππάρια
     κλητική ιππάριο ιππάρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιππάριο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἱππάριον < αρχαία ελληνική ἵππος
για την παλαιοντολογία < σημασιολογικό δάνειο από τη νεολατινική hipparion)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιππάριο ουδέτερο

  1. (θηλαστικό ζώο, λόγιο) υποκοριστικό του ίππος
     συνώνυμα: αλογάκι
  2. (παλαιοντολογία, θηλαστικό ζώο) είδος προϊστορικού αλόγου / ίππου
  3. → δείτε τις λέξεις Ιππάριο και Ιππάριον (αστερισμός)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία