ιππάριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ιππάριο | τα | ιππάρια |
γενική | του | ιππάριου & ιππαρίου |
των | ιππάριων & ιππαρίων |
αιτιατική | το | ιππάριο | τα | ιππάρια |
κλητική | ιππάριο | ιππάρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ιππάριο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἱππάριον < αρχαία ελληνική ἵππος. Μορφολογικά αναλύεται σε ίππος + -άριο
- για την παλαιοντολογία < σημασιολογικό δάνειο από τη νεολατινική hipparion)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ιππάριο ουδέτερο
- (θηλαστικό ζώο, λόγιο) υποκοριστικό του ίππος
- (παλαιοντολογία, θηλαστικό ζώο) είδος προϊστορικού αλόγου / ίππου
- → δείτε τις λέξεις Ιππάριο και Ιππάριον (αστερισμός)
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
ιππάριον στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- ιππάριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας