ινοβλάστη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ινοβλάστη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ινοβλάστη θηλυκό
- (ανατομία, κυτταρολογία) είδος κυττάρου του ινώδους συνδετικού ιστού[1])
- ↪ η ινοβλάστη παράγει το δομικό δίκτυο (στρώμα) των ζωικών ιστών και παίζει καθοριστικό ρόλο στην επούλωση των πληγών
Άλλες μορφές επεξεργασία
- ινοβλάστης (αρσενικό) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη βλαστός
Μεταφράσεις επεξεργασία
ινοβλάστη
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .