Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιεροχλόη οι ιεροχλόες
      γενική της ιεροχλόης των ιεροχλοών
    αιτιατική την ιεροχλόη τις ιεροχλόες
     κλητική ιεροχλόη ιεροχλόες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ιεροχλόη η εύοσμη

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιεροχλόη < ιερός + -ο- + χλόη (λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hierochloe < αρχαία ελληνική ἱερός + χλόη)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιεροχλόη θηλυκό

  • (φυτό) γένος ποώδους φυτού της οικογένειας των αγρωστωδών που απαντάται κυρίως στις εύκρατες τις υποαρκτικές περιοχές της Ευρασίας και της Βόρειας Αμερικής, αν και ορισμένα είδη έχουν επεκταθεί προς νότο στην Αυστραλία και τη Λατινική Αμερική
    Σύμφωνα με τους ειδικούς, φυλές ιθαγενών από τις περιοχές της Μοντάνα, στις ΗΠΑ, και της Αλμπέρτα, στον Καναδά, χρησιμοποιούσαν παραδοσιακά την ιεροχλόη την εύοσμη –ένα μυρωδάτο είδος χόρτου– για να προστατεύονται από τα κουνούπια και άλλα ενοχλητικά έντομα. Έφτιαχναν μάλιστα χορτάρινες πλεξούδες, τις οποίες κρεμούσαν επάνω τους αλλά και στα σπίτια τους για μεγαλύτερη προστασία. (*)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία