ιδεάσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ιδεάσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ιδεάζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ιδεάζω
- θα ιδεάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ιδεάζω