Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ιδέασε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος ιδεάζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ιδεάζω