Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ινκόγκνιτο < (ορθογραφικό δάνειο) διαγλωσσική ορολογία incognito, ουδέτερο για την λατινική incognitus[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /inˈko.ɡni.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ιν‐κό‐γκνι‐το

  Επίρρημα επεξεργασία

ινκόγκνιτο ή ιγκόγκνιτο, ινκόγνιτο και ιγκόγνιτο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ινκόγκνιτο ουδέτερο άκλιτο

  • η μυστικότητα στη μετακίνηση ή στην παρουσία προσωπικότητας σε ένα χώρο
    πρέπει να διατηρήσουμε το ινκόγκνιτο του υπουργού

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία