Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιατρονοσηλευτικός η ιατρονοσηλευτική το ιατρονοσηλευτικό
      γενική του ιατρονοσηλευτικού της ιατρονοσηλευτικής του ιατρονοσηλευτικού
    αιτιατική τον ιατρονοσηλευτικό την ιατρονοσηλευτική το ιατρονοσηλευτικό
     κλητική ιατρονοσηλευτικέ ιατρονοσηλευτική ιατρονοσηλευτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιατρονοσηλευτικοί οι ιατρονοσηλευτικές τα ιατρονοσηλευτικά
      γενική των ιατρονοσηλευτικών των ιατρονοσηλευτικών των ιατρονοσηλευτικών
    αιτιατική τους ιατρονοσηλευτικούς τις ιατρονοσηλευτικές τα ιατρονοσηλευτικά
     κλητική ιατρονοσηλευτικοί ιατρονοσηλευτικές ιατρονοσηλευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιατρονοσηλευτικός < ιατρο- + νοσηλευτικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.a.tɾo.no.si.le.ftiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐α‐τρο‐νο‐ση‐λευ‐τι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

ιατρονοσηλευτικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr