ιαλπαΐτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιαλπαΐτης αρσενικό
- (ορυκτολογία) ορυκτό που περιέχει χαλκό, άργυρο και θείο (Ag3CuS2)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Jalpaite στην αγγλική Βικιπαίδεια
ιαλπαΐτης αρσενικό