Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιακωβιανός η ιακωβιανή το ιακωβιανό
      γενική του ιακωβιανού της ιακωβιανής του ιακωβιανού
    αιτιατική τον ιακωβιανό την ιακωβιανή το ιακωβιανό
     κλητική ιακωβιανέ ιακωβιανή ιακωβιανό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιακωβιανοί οι ιακωβιανές τα ιακωβιανά
      γενική των ιακωβιανών των ιακωβιανών των ιακωβιανών
    αιτιατική τους ιακωβιανούς τις ιακωβιανές τα ιακωβιανά
     κλητική ιακωβιανοί ιακωβιανές ιακωβιανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιακωβιανός < Ιακώβ + -ιανός ((μαθηματικά): (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική Jacobian < en:Carl Gustav Jacob Jacobi)

  Επίθετο επεξεργασία

ιακωβιανός

  • που έχει σχέση με τον Ιακώβ, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία