ιακωβιανός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιακωβιανός < Ιακώβ + -ιανός ((μαθηματικά): (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική Jacobian < en:Carl Gustav Jacob Jacobi)
Επίθετο επεξεργασία
ιακωβιανός
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
- ιακωβιανός πίνακας / Πίνακας Τζακόμπι: (μαθηματικά)