Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιαβέρειος η ιαβέρεια το ιαβέρειο
      γενική του ιαβέρειου της ιαβέρειας του ιαβέρειου
    αιτιατική τον ιαβέρειο την ιαβέρεια το ιαβέρειο
     κλητική ιαβέρειε ιαβέρεια ιαβέρειο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιαβέρειοι οι ιαβέρειες τα ιαβέρεια
      γενική των ιαβέρειων των ιαβέρειων των ιαβέρειων
    αιτιατική τους ιαβέρειους τις ιαβέρειες τα ιαβέρεια
     κλητική ιαβέρειοι ιαβέρειες ιαβέρεια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιαβέρειος < Ιαβέρης

  Επίθετο επεξεργασία

ιαβέρειος -α -ο

  • άτεγκτος, ανάλογος με τον χαρακτήρα του Ιαβέρη, του ήρωα του μυθιστορήματος του Β. Ουγκό "Οι Άθλιοι"

  Μεταφράσεις επεξεργασία