θῶμαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαθῶμαι
- α΄ πρόσωπο ενικού στην υποτακτική μέσου αορίστου του ρήματος τίθημι
- → δείτε τη λέξη τίθημι
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαθῶμαι
- συνηρημένη μορφή του θάομαι
- → δείτε τη λέξη θάομαι