θᾶσσον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- θᾶσσον < θάσσων (συγκριτικός βαθμός του ταχύς)
Επίρρημα
επεξεργασία
θᾶσσον
- ταχύτερα, πιο γρήγορα, πιο σύντομα
- (δηλώνει προτίμηση) καλύτερα
Άλλες μορφές
επεξεργασία- θᾶττον (νεώτερος αττικός τύπος )
Φράσεις
επεξεργασία- θᾶττον ἢ βράδιον - γρήγορα ή αργά, κάποτε, οπωσδήποτε