Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θυροσκόπιο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
θυροσκόπι
ο
τα
θυροσκόπι
α
γενική
του
θυροσκοπί
ου
&
θυροσκόπι
ου
των
θυροσκοπί
ων
αιτιατική
το
θυροσκόπι
ο
τα
θυροσκόπι
α
κλητική
θυροσκόπι
ο
θυροσκόπι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
θυροσκόπιο
<
θύρ(α)
+
-ο-
+
-σκόπιο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
θυροσκόπιο
ουδέτερο
(
σπάνιο
) (
τεχνολογία
)
συσκευή
ημιαγωγών
που λειτουργεί σαν
ηλεκτρική
βαλβίδα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θυροσκόπιο