θυμόλη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θυμόλη | οι | θυμόλες |
γενική | της | θυμόλης | των | θυμολών |
αιτιατική | τη | θυμόλη | τις | θυμόλες |
κλητική | θυμόλη | θυμόλες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
θυμόλη θηλυκό
- οργανική ένωση, συστατικό των αιθέριων ελαίων πολλών φυτών (κυρίως ειδών θυμαριού και ρίγανης), χημική ονοματολογία: 2-ισοπροπυλ-5-μεθυλοφαινόλη, χημικός τύπος: C10H14O
Δείτε επίσης επεξεργασία
- θυμόλη στη Βικιπαίδεια