θρόνιον
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | θρόνιον | τὰ | θρόνιᾰ |
γενική | τοῦ | θρονίου | τῶν | θρονίων |
δοτική | τῷ | θρονίῳ | τοῖς | θρονίοις |
αιτιατική | τὸ | θρόνιον | τὰ | θρόνιᾰ |
κλητική ὦ! | θρόνιον | θρόνιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θρονίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | θρονίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- θρόνιον < αρχαία ελληνική θρόνος
Ουσιαστικό επεξεργασία
θρόνιον ουδέτερο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- θρόνιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.