Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ θρόνιον τὰ θρόνι
      γενική τοῦ θρονίου τῶν θρονίων
      δοτική τῷ θρονί τοῖς θρονίοις
    αιτιατική τὸ θρόνιον τὰ θρόνι
     κλητική ! θρόνιον θρόνι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θρονίω
γεν-δοτ τοῖν  θρονίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θρόνιον < αρχαία ελληνική θρόνος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θρόνιον ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία