Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Θρύπες ή θυσανόπτερα, όπως είναι γνωστό συο κόσμο της εντομολογίας και φυτοπαθολογίας

  Ετυμολογία επεξεργασία

θριψ < αρχαία ελληνική θρίψ, πληθ. θρίπες

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θριψ θηλυκό

φυτοπαθ. έντομο που μολύνει διάφορες καλλιέργειες και ιδιαίτερα τη πιπεριά ακόμα και αυτοφυή φυτά.

  Μεταφράσεις επεξεργασία