Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If Wikipedia is useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θρεονίνη
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
θρεονίν
η
οι
θρεονίν
ες
γενική
της
θρεονίν
ης
των
θρεονιν
ών
αιτιατική
τη
θρεονίν
η
τις
θρεονίν
ες
κλητική
θρεονίν
η
θρεονίν
ες
Κατηγορία
όπως «
νίκη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
θρεονίνη
<
θρεονικό οξύ
•
Η
Ετυμολογία
χρειάζεται
ανάπτυξη με τεκμηρίωση
. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Συντακτικός τύπος
θρεονίνης
.
θρεονίνη
θηλυκό
(
βιολογία
)
ένα από τα είκοσι
αμινοξέα
που βρίσκονται συνήθως στην πρωτεΐνη.
(
βιοχημεία
,
αμινοξύ
)
απαραίτητο αμινοξύ
με τύπο CH
3
-CH(OH)-CH(NH
2
)-COOH και σύμβολο
Thr
ή
T
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θρεονίνη
αγγλικά
:
threonine
(en)