θραύσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαθραύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θραύω
- θα θραύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θραύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαθραύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του θραύση