Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θηλίτιδα οι θηλίτιδες
      γενική της θηλίτιδας των θηλίτιδων
    αιτιατική τη θηλίτιδα τις θηλίτιδες
     κλητική θηλίτιδα θηλίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θηλίτιδα < θηλή + -ίτιδα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θηλίτιδα θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία